Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

καὶ ἀνάργυρος

См. также в других словарях:

  • Πετράκης, Ανάργυρος — (19ος αι.). Γιατρός, πρώτος δήμαρχος Αθήνας. Καταγόταν από τη γνωστή οικογένεια ηγουμένων της ομώνυμης μονής, που εγκαταστάθηκε στην Αθήνα από τη Δημητσάνα στα μέσα του 17ου αι. Πήρε μέρος στην Επανάσταση του 1821 και διετέλεσε δημογέροντας της… …   Dictionary of Greek

  • λεμπέσης — Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) αγωνιστών του 1821 από τις Σπέτσες. 1. Ανάργυρος. Φιλικός και πρόκριτος των Σπετσών. Με τα πλοία του Κυπρία και Ασπασία πήρε μέρος σε πολλές ναυμαχίες, ανάμεσα στις οποίες και σε εκείνη του Γέροντα. Συμμετείχε στην… …   Dictionary of Greek

  • Λεόντιος — I Όνομα διαφόρων ιστορικών προσώπων της βυζαντινής εποχής. 1. Αθηναίος φιλόσοφος (4ος αι.). Ήταν εθνικός στο θρήσκευμα και ασκούσε το επάγγελμα του δασκάλου παραδίδοντας μαθήματα φιλοσοφίας και ρητορικής. Από την εργασία αυτή απέκτησε μεγάλη… …   Dictionary of Greek

  • άργυρος — Νεομάρτυρας και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Επανομή της Θεσσαλονίκης. Θανατώθηκε από τους γενίτσαρους, επειδή αρνήθηκε να γίνει εξωμότης, το 1806. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Μαΐου. * * * ο (AM ἄργυρος) λευκό πολύτιμο… …   Dictionary of Greek

  • Χατζηαναργύρου — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών. Αναφέρονται και ως Ανάργυροι. 1. Ανάργυρος Παύλου ή Χαντζηανάργυρος. Ναυτικός και προύχοντας των Σπετσών (; – 1814). Γεννήθηκε στα μέσα του 18ου αι. Για να σώσει τις Σπέτσες από την καταστροφή προσποιήθηκε ότι… …   Dictionary of Greek

  • Αναργύρου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αναγνώστης. Πλοίαρχος που καταγόταν από τις Σπέτσες. Μαζί με άλλους αιχμαλώτισαν τρία τουρκικά πλοία, τα οποία είχαν αγκυροβολήσει στο λιμάνι της Μήλου τον Απρίλιο του 1821. 2. Ανάργυρος. Πλοίαρχος των Σπετσών, ο… …   Dictionary of Greek

  • Ερμόλαος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ιερέας που καταγόταν από τη Νικομήδεια. Όταν ο Μαξιμιανός διέταξε την πυρπόληση του χριστιανικού ναού της Νικομήδειας, ο Ε. κατόρθωσε να διασωθεί. Αργότερα όμως αποκεφαλίστηκε μαζί με τους ιερείς… …   Dictionary of Greek

  • Ζαρόμπας — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από την Ύδρα. 1. Ανάργυρος. Πυρπολητής, ο οποίος σε συνεργασία με τον Ματρόζο κατέστρεψε δύο τουρκικές κορβέτες, μία στη ναυμαχία του Γέροντα και μία στο Καβοντόρο, το 1824 και το 1825 αντίστοιχα. Επίσης,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»