-
1 ἄ-χρῡσος
ἄ-χρῡσος, ohne Gold, καὶ ἀνάργυρος Plat. Legg. III. 679 b; dah. arm, Ath. VI, 231 e; ohne Goldschmuck, γυνή Plut. de cup. div. 10.
См. также в других словарях:
Πετράκης, Ανάργυρος — (19ος αι.). Γιατρός, πρώτος δήμαρχος Αθήνας. Καταγόταν από τη γνωστή οικογένεια ηγουμένων της ομώνυμης μονής, που εγκαταστάθηκε στην Αθήνα από τη Δημητσάνα στα μέσα του 17ου αι. Πήρε μέρος στην Επανάσταση του 1821 και διετέλεσε δημογέροντας της… … Dictionary of Greek
λεμπέσης — Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) αγωνιστών του 1821 από τις Σπέτσες. 1. Ανάργυρος. Φιλικός και πρόκριτος των Σπετσών. Με τα πλοία του Κυπρία και Ασπασία πήρε μέρος σε πολλές ναυμαχίες, ανάμεσα στις οποίες και σε εκείνη του Γέροντα. Συμμετείχε στην… … Dictionary of Greek
Λεόντιος — I Όνομα διαφόρων ιστορικών προσώπων της βυζαντινής εποχής. 1. Αθηναίος φιλόσοφος (4ος αι.). Ήταν εθνικός στο θρήσκευμα και ασκούσε το επάγγελμα του δασκάλου παραδίδοντας μαθήματα φιλοσοφίας και ρητορικής. Από την εργασία αυτή απέκτησε μεγάλη… … Dictionary of Greek
άργυρος — Νεομάρτυρας και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Επανομή της Θεσσαλονίκης. Θανατώθηκε από τους γενίτσαρους, επειδή αρνήθηκε να γίνει εξωμότης, το 1806. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Μαΐου. * * * ο (AM ἄργυρος) λευκό πολύτιμο… … Dictionary of Greek
Χατζηαναργύρου — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών. Αναφέρονται και ως Ανάργυροι. 1. Ανάργυρος Παύλου ή Χαντζηανάργυρος. Ναυτικός και προύχοντας των Σπετσών (; – 1814). Γεννήθηκε στα μέσα του 18ου αι. Για να σώσει τις Σπέτσες από την καταστροφή προσποιήθηκε ότι… … Dictionary of Greek
Αναργύρου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αναγνώστης. Πλοίαρχος που καταγόταν από τις Σπέτσες. Μαζί με άλλους αιχμαλώτισαν τρία τουρκικά πλοία, τα οποία είχαν αγκυροβολήσει στο λιμάνι της Μήλου τον Απρίλιο του 1821. 2. Ανάργυρος. Πλοίαρχος των Σπετσών, ο… … Dictionary of Greek
Ερμόλαος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ιερέας που καταγόταν από τη Νικομήδεια. Όταν ο Μαξιμιανός διέταξε την πυρπόληση του χριστιανικού ναού της Νικομήδειας, ο Ε. κατόρθωσε να διασωθεί. Αργότερα όμως αποκεφαλίστηκε μαζί με τους ιερείς… … Dictionary of Greek
Ζαρόμπας — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από την Ύδρα. 1. Ανάργυρος. Πυρπολητής, ο οποίος σε συνεργασία με τον Ματρόζο κατέστρεψε δύο τουρκικές κορβέτες, μία στη ναυμαχία του Γέροντα και μία στο Καβοντόρο, το 1824 και το 1825 αντίστοιχα. Επίσης,… … Dictionary of Greek